- παραγυμνώ
- -όω, Α [παράγυμνος]1. γυμνώνω κάτι στα πλάγια ή σε ένα μέρος μόνο2. αφήνω κάτι έκθετο, εκθέτω3. απογυμνώνω, αποκαλύπτω («παρεγύμνον τὴν ἀλήθειαν», Κλήμ. Αλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγυμνῶ — παραγυμνόω lay bare at the side pres subj act 1st sg παραγυμνόω lay bare at the side pres ind act 1st sg παραγυμνόω lay bare at the side pres subj act 1st sg παραγυμνόω lay bare at the side pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραγύμνωσις — ἡ, Α [παραγυμνώ] απογύμνωση … Dictionary of Greek